εὐστοχεῖν

εὐστοχεῖν
εὐστοχέω
hit the mark
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευστοχώ — (ΑΜ εὐστοχῶ, έω) [εύστοχος] 1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε») 2. πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. σκέπτομαι και ενεργώ σωστά αρχ. 1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῑν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”